-
1 ἤρανος
ἤρᾰνος, ὁ,A keeper,μήλων A.R.2.513
;Ἡσίοδος πάσης ἤ. ἱστορίης Hermesian.7.22
; Μουσαῖος Χαρίτων ἤ. ib.16;ἤραν' ἁλίων μυχῶν Simm.13
; glossed by βασιλεὺς ἢ βοηθός, EM436.28, cf. Hsch.: [full] ἠραϝέων· βοηθῶν, χαριζόμενος, Id. (Cf.ἐπιήρανος 11
.)
См. также в других словарях:
Αθηνόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τρεις Πελοποννήσιοι αγαλματοποιοί, που άκμασαν τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Ο πρώτος καταγόταν από την Αχαΐα και κατασκεύαζε χάλκινα αναθήματα στην Ολυμπία, ο δεύτερος και ο τρίτος από την Αρκαδία και φιλοτεχνούσαν… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek